δεδράμηκα

δεδράμηκα
τρέχω
run
perf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεδραμήκασι — δεδραμήκᾱσι , τρέχω run perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδραμήκασιν — δεδραμήκᾱσιν , τρέχω run perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”